συμφυσιοτομία

συμφυσιοτομία
η, Ν
ιατρ.
1. διατομή σύμφυσης
2. (ειδικά) διατομή τής ηβικής σύμφυσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. symphysiotomy < σύμφυσις + -τομία (< -τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”